ιαματικότητα

ιαματικότητα
[-ης (-ητος)] η целебность

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ιαματικότητα" в других словарях:

  • ιαματικότητα — η η θεραπευτική δύναμη, η θεραπευτική ιδιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιαματικός. Η λ. στον λόγιο τ. ιαματικότης μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • ιαματικότητα — η θεραπευτική δύναμη, θεραπευτική ιδιότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»